πιπερίζα

πιπερίζα
και πιπερίτσα, η, Ν [πιπέρι]
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, αλλ. βρομόχορτο, βαλλωτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιπερίτσα — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται B της Μεσσήνης. * * * η, Ν βλ. πιπερίζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”